. στάς ; Ου μέγα ; Ούκουν οίει εν πάση απορία αν αυτόν έχεσθαι και τι χρή ειπείν ; Πάνυ γε. Τοιούτον μέντοι και εγώ οίδα ότι πάθος πάθοιμι αν εισελθών εις δικαστήριον. Ούτε γάρ ηδονάς, ας εκπεπόρικα , έξω αυτούς λέγειν' άς ούτοι ευεργεσίας και ωφελείας νομίζουσιν· εγώ δε ούτε τους πορίζοντας ζηλώ, ούτε οις πορίζεται. Εάν τε τις με ή νεωτέρους φη διαφθείρειν απορείς ποιούντα, ή τους πρεσβυτέρους κατηγορείν, λέγοντα πικρούς λόγους ή ιδία ή δημοσία, ούτε το αληθές έξω ειπείν, ότι, Δικαίως πάντα ταύτα εγώ λέγω και πράττω, το υμέτερον δή τούτο , ώ άνδρες δικασται, ούτε άλλο ουδέν. "Ωστε ίσως, ό τι αν τύχω, τούτο πείσομαι. Δοκεί ούν σοί, ώ Σώκρατες, καλώς έχειν άνθρωπος εν πόλει ούτω διακείμενος, και αδύνατος ων εαυτώ βοηθείν και Εί εκείνό γε εν αυτώ υπάρχοι , ώ Καλλίκλεις, και συ πολλάκις ώμολόγισας: εί βεβoηθηκώς είη αυτώ , μήτε περί ανθρώπους, μήτε περί θεούς άδικον μηδέν μήτε ειρηκώς μήτε ειργασμένος. Αύτη γάρ τις βοήθεια εαυτω πολλάκις ημίν ώμολόγηται κρατίστη είναι. Ει μεν ούν εμέ τις εξελέγχοι ταύτην την βοήθειαν αδύνατον όντα εμαυτώ και άλλω βοηθείν, αισχυνοίμην αν και εν πολλούς και εν ολίγοις έξελεγχόμενος, και μόνος υπό μόνου και ει διά ταύτην την αδυναμίαν αποθνήσκοιμι , αγανακτoίην άν. Ει δε κολακικής ρητορικής ενδεία τελευτώην έγωγε, εν οίδα ότι ραδίως ίδοις άν με φέροντα τον θάνατον αυτό μεν γαρ το αποθνήσκειν ουδείς φοβείται , όςτις μη παντάπασιν άλογός τε και άνανδρός έστι: το δε αδικείν φοβείται. Πολλών γαρ αδικημάτων γέμοντα την ψυχήν εις tel tribunal ! On lui ferme la bouche, on le condamne, Et moi aussi, traduit en justice, que ferai-je ? Socrate ne peut dire à ses juges : Rappelez-vous mes bienfaits. Car ils entendent par là des flatteries, des plaisirs ; et je n'envie ni ceux qui les donnent, ni ceux qui les reçoivent. Si l'on m'accuse de corrompre et de tourmenter la jeunesse par mes questions, d'insulter même aux plus âgés en blåmant partout leurs erreurs et leurs fautes, répondrai-je : Athéniens, mes actions, mes paroles sont justes ; votre bien , votre seul intérêt m'inspire. C'est la vérité ; mais j'entends déjà prononcer ma sentence. Quoi ? nous ne plaindrons pas un homma si faible contre les lois de sa patrie ? Non, s'il est fort avec lui-même, s'il trouve de quoi répondre à sa conscience, si aucun mot, aucun fait de sa vie ne l'a rendu coupable envers les hommes ni les dieux. Cette force intérieure, vous ne pouvez vous empêcher d'en convenir avec moi, est une arme invincible. Si dans cette cause , ou dans quelque autre, je me sentais privé de cette défense, je rougirais d'une condamnation ou publique ou secrète ; je rougirais encore, condamné par et je mourrais avec effroi. Mais si je ne meurs que pour n'avoir pas su flatter comme un sophiste , vous me verrez calme au dernier moment: car la mort en elle-même n'épouyante que les sots et les lâches. C'est de l'iniquité qu'il faut trembler, parce qu'il n'y a pas de sort plus affreux que d'arriver en par moi seul, άδου αφικέσθαι , πάντων έσχατον κακών εστίν. Ει δε βούλει , σοί εγώ, ως τούτο ούτως έχει, εθέλω λόγoν λέξει. *Ακουε δή, φασί, μάλα καλού λόγου, δν σύ μέν ηγήση μύθον , ώς εγώ oίμαι, εγώ δε λόγον» ως αληθή γαρ όντα σοι λέξω & μέλλω λέγειν. "Ωσπερ γαρ "Όμηρος λέγει, διενείμαντο την αρχήν και Ζεύς και ο Ποσειδών και ο Πλούτων, επειδή παρά του πατρός παρέλαβον. "Ην ούν νόμος όδε περί ανθρώπων επί Κρόνου, και αεί και νύν έτι εστίν εν θεούς, των ανθρώπων τον μεν δικαίως τον βίον διελθόντα και οσίως , επειδαν τελευτήση, εις μακάρων νήσους απιόντα, οικείν εν πάση ευδαιμονία εκτός κακών» τον δε αδίκως και αθέως, εις τό της τίσεώς τε και δίκης δεσμωτήριον, και δη Τάρταρον καλούσιν, ιέναι. Τούτων δε δικασται επί Κρόνου, και έτι νεωστι του Διός την αρχήν έχοντος , ζώντες ήσαν ζώντων και εκείνη ημέρα δικάζοντες, ή μέλλοιεν τελευταν. Κακώς oύν αι δίκαι εκρίνοντο· ό τε ουν Πλούτων και οι επιμεληται , έκ μακάρων νήσων ιόντες , έλεγον προς τον Δία, ότι φοιτώέν σφιν άνθρωποι εκατέρωσε ανάξιοι. Είπεν ούν ο Ζεύς: 'Αλλ' εγώ, έφη, παύσω τούτο γιγνόμενον. Νύν μεν γαρ κακώς αι δίκαι δικάζονται αμπεχόμενοι γαρ , έφη, οι κρινόμενοι κρίνονται : ζώντες γάρ κρίνονται. Πολλοί ούν, ή δ' ός , ψυχάς πονηράς έχοντες, ήμφιεσμένοι εισί σώματά τε καλά, και γένη, και πλούτους και, επειδαν η κρίσις ή, έρχονται αυτους πολλοί μάρτυρες, μαρτυρήσοντες ως δικαίως βεβιώκασιν. Οι ούν δικασταί υπό τε τούτων εκπλήττονται , και άμα και αυτοί αμπεχόμενοι δικάζουσι , προ της ψυχής της αυτών οφθαλμούς και ώτα και όλον το σώμα προκεκαλυμμένοι. Ταύτα δή αυτοίς l'autre vie avec une âme pleine de crimes. Je veux vous conter les destinés de l'homme. Ecoutez : peut-être croirez-vous entendre une fable ; et moi, je crois vous dire une vérité. Les trois fils de Saturne, comme l'ont répété les récits d'Homère , se partagèrent l'héritage du monde. Alors , par une loi de la terre, qui n'est plus que la loi du ciel, l'homme d'une vie jusle et sainte allait en mourant dans les îles Fortunées, où, loin de tous les maux, il trouvait tous les biens; tandis que l'homme injuste et sacrilège était enfermé dans le Tartare , prison d'expiation et de vengeance. Sous l'empire de Saturne et dans les premiers temps de Jupiter, des juges vivans prononçaient sur le sort des vivans, le jour où ils devaient mourir. Aussi, les arrêts étaient mal rendus; et Pluton et ses ministres vinrent se plaindre au roi suprême qu'on décernât quelquefois sans justice le bonheur ou les tourmens. Je saurai , dit le Dieu , mettre un terme à ces erreurs : il y a tant de fausses sentences, parce qu'on juge les hommes avec leur enveloppe terrestre, et lorsqu'ils vivent encore. Plusieurs, sous les plus beaux dehors , cachent une âme dépravée ; leur naissance, leurs richesses éblouissent; et ils se font suivre au lieu fatal par un long cortège de témoins, défenseurs mercenaires de leurs vertus. Les juges peuvent donc être abusés, puisqu'ils sont vivans eux-mêmes, et que les yeux, les oreilles, le voile du corps offusquent la lumière de leur âme. Ainsi un double rempart s'élève πάντα επίπροσθεν γίγνεται, και τα αυτών αμφιέσματα, και τα των κρινομένων. Πρώτον μεν ουν, έφη, παυστέον εστί προειδότας αυτούς τον θάνατον νυν γαρ προίσασι: τούτο μεν ουν και δή είρηται το Προμηθεί , όπως αν παύση αυτό αυτών. Έπειτα γυμνούς κριτέον απάντων τούτων: τεθνεώτας γαρ δεί κρίνεσθαι. Και τον κριτήν δει γυμνόν είναι, τεθνεώτα, αυτή τη ψυχή αυτήν την ψυχήν θεωρούντα εξαίφνης αποθανόντος εκάστου έρημον πάντων των ξυγγενών, καταλιπόντα επί της γης πάντα εκείνον τον κόσμον , ίνα δικαία η κρίσις ή. Εγώ μεν ούν ταύτα έγνωκώς πρότερος ή υμείς, εποιησάμην δικαστές υιείς ή έμαυτού· δύο μεν εκ της Ασίας, Μίνω τε και Ραδάμανθυν: ένα δέ έκ της Ευρώπης, Αιακόν. Ούτοι ούν επειδάν τελευτήσωσι, δικάσουσιν εν τω λειμώνι , εν τη τριόδω, εξ ης φέρετoν τω οδώ, η μεν εις μακάρων νήσους, ή δ' εις Τάρταρον. Και τους μεν εκ της Ασίας Ραδάμανθυς κρινεί τους δ' εκ της Ευρώπης, Αιακός: Μίνω δε πρεσβεία δώσω επιδιακρίνειν, εάν η απόρρητόν τι τώ ετέρω, ίνα ως δικαιοτάτη η κρίσις ή περί της πορείας τους ανθρώποις. Ταύτ' έστιν , ά εγώ ακηκοώς πιστεύω αληθή είναι και εκ τούτων των λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι ξυμβαίνειν. Ο θάνατος τυγχάνει ών, ως έμοι δοκεϊ , ουδέν άλλο, ή δυοϊν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος, απ' αλλήλουν. Επειδαν δε διαλυθήτον άρα απ' αλλήλοις, ου πολύ ήττον εκάτερον αυτοϊν έχει την έξιν την αυτού, ήν περ και ότε έζη ο άνθρωπος· τό τε σώμα, την φύσιν την αυτού, και τα θεραπεύματα και τα παθήματα, ένδηλα πάντα· οίον , εί τινος μέγα ήν το σώμα φύσει ή τροφή ή αμφοτέρα ζώντος, τούτου και, επειδάν αποθάνη , ο νεκρός |